Μετά από τραυματισμό ή χειρουργική επέμβαση, αποστέλλονται σήματα στον εγκέφαλο από την τραυματισμένη περιοχή ή το σημείο της επέμβασης, όπου τα σήματα ενώνονται για να παράξουν το αίσθημα του πόνου. Το αίσθημα αυτό οφείλεται εν μέρει στα σήματα αυτά αλλά αλλάζει και από τα συναισθήματα (όπως το άγχος ή το φόβο), τις μνήμες (καλές και κακές) και τον προηγούμενο πόνο.
Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι ο πόνος είναι ατομική εμπειρία. Κάθε άτομο αισθάνεται τον δικό του πόνο και κανένας άλλος δεν μπορεί να πει πόσο άσχημα είναι ή πώς νιώθει.
Ο πόνος μετά τη χειρουργική επέμβαση είναι συνήθης και πιο ισχυρός μετά από πιο σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις. Ο πόνος συνήθως υποχωρεί τις πρώτες ημέρες μετά από την επέμβαση. Είναι σημαντικό να εξηγήσετε σε ένα παιδί ότι ο πόνος δεν θα διαρκέσει για πάντα και θα μειωθεί σταδιακά. Ο πόνος ποικίλλει κατά τη διάρκεια της ημέρας και είναι σύνηθες ο πόνος να είναι πιο έντονος κατά την κίνηση. Ένα παιδί μπορεί ακόμη και να πονάει όταν κοιμάται, ξεκουράζεται ή παίζει. Ορισμένα παιδιά δείχνουν τον πόνο με το κλάμα, ή στριφογυρίζοντας ή πιάνοντας δυνατά την περιοχή του πόνου, ενώ άλλα μπορεί να είναι πολύ ήσυχα και κλειστά.
Η απόσπαση της προσοχής από τον πόνο είναι φυσική και μπορεί ακόμη και να χρησιμοποιηθεί ως μέρος της διαχείρισης του πόνου. Είναι σημαντικό τόσο να βοηθάτε το παιδί να περιγράψει τα συναισθήματα όσο και να μπορείτε να αξιολογείτε τον πόνο των παιδιών για να επιτύχετε τις καλύτερες θεραπείες για τον πόνο. Με άλλα λόγια, δεν έχει νόημα να είμαστε ήρωες και να μην παραπονιόμαστε για τον πόνο.